παλίγκοτον

παλίγκοτον
παλίγκοτος
spiteful
masc/fem acc sg
παλίγκοτος
spiteful
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ιοβόρος — ἰοβόρος, ον (Α) 1. αυτός που τρώει φαρμακερά, αυτός που βιβρώσκει δηλητηριωδώς («πυθεδόνες ἰοβόροι», Νικ.) 2. αυτός που τρέφεται με δηλητήριο, αυτός που τρώει δηλητήριο 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἰοβόρον παλίγκοτον, ἤγουν ὀργίλον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός… …   Dictionary of Greek

  • παλίγκοτος — παλίγκοτος, ον (Α) 1. (για νέα έκρηξη πάθους) κακός, επίμονος (α. «πῆμα θνάσκει παλίγκοτον», Πίνδ. β. «κληδόναι παλίγκοτοι» επιβλαβείς φήμες, Αισχύλ.) 2. (για πρόσ.) δυσμενής, εχθρικός («ἄγριος εἶ, πρὸς πάντα παλίγκοτος ἠδ ὑπερόπτης», Θεόκρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”